αδεκάτευτος

αδεκάτευτος
ος , ον , αδεκάταστός, η , ο [ος , ον ] не обложенный десятиной, налогом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αδεκάτευτος" в других словарях:

  • αδεκάτευτος — ἀδεκάτευτος, ον (Α) [δεκατεύω] αυτός που δεν υπόκειται στον φόρο τής δεκάτης*, ο αφορολόγητος …   Dictionary of Greek

  • αδεκάτευτος — αδεκάτευτος, η, ο και αδεκάτιστος, η, ο αυτός που δεν πληρώνει το φόρο της δεκάτης: Στην τουρκοκρατία ορισμένα ορεινά χωριά έμεναν αδεκάτευτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδεκάτευτος — tithe free masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεκάτευτον — ἀδεκάτευτος tithe free masc/fem acc sg ἀδεκάτευτος tithe free neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεκατεύτοις — ἀδεκάτευτος tithe free masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεκατεύτους — ἀδεκάτευτος tithe free masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδεκάτιστος — η, ο [δεκατίζω] 1. αυτός που δεν έχει υποστεί μεγάλες απώλειες ή φθορές 2. αδεκάτευτος* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»